- σφαιροσιδηρίτης
- ο, Ν(ορυκτ.) παραλλαγή τού σιδηρίτη η οποία απαντά σε σφαιροειδή ή νεφροειδή συσσωματώματα με ακτινωτή διάταξη τών κρυστάλλων που αποτελούν αυτά τα συσσωματώματα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. sphaerosiderite (< σφαίρα + σιδηρίτης*). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].
Dictionary of Greek. 2013.